γλίστρημα

γλίστρημα
τό
1) скольжение, падение; 2) скольжение вниз, соскальзывание; выскальзывание (из рук); 3) выскальзывание (откуда-л.); проскальзывание (куда-л.); ускользание; 4) перен. увёртка, уловка; 5) перен. неверный, ошибочный шаг, промах; 6) перен. нечистоплотный, аморальный поступок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γλίστρημα" в других словарях:

  • γλίστρημα — το 1.το να γλιστρήσει κανείς, η ολίσθηση: Έσπασα τον αστράγαλό μου από γλίστρημα στο παρκέ. 2. μτφ., ανήθικη πράξη, παράπτωμα: Οι γονείς του συγχώρησαν τα γλιστρήματά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλίστρημα — το [γλιστρώ] 1. ολίσθημα 2. ηθικό ολίσθημα, παραστράτημα 3. ξεγλίστρημα, έντεχνη υπεκφυγή από δύσκολη θέση …   Dictionary of Greek

  • γλιστρώ — ( άω) (Μ γλιστρῶ, όω και ἐγλιστρῶ, άω) 1. παραπατώ 2. πέφτω από γλίστρημα 3. μτφ. ξεφεύγω μ επιδεξιότητα («σε πολλές βρομοδουλειές είναι μέσα, μα πάντα γλιστρά») νεοελλ. 1. (για πράγμα) γλιστρώντας πέφτω κάτω 2. είμαι ολισθηρός 3. ξεφεύγω κατά… …   Dictionary of Greek

  • ευόλισθος — εὐόλισθος, ον (ΑΜ) 1. ολισθηρός 2. ασταθής («μειράκια ἡλικίᾳ εὐολίσθῳ χρώμενα», Φίλ.) μσν. 1. αυτός που γλιστράει απαλά («εὐόλισθος στόλος», Πισίδ. Γ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐόλισθον η αστάθεια («τὸ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εὐόλισθον», Στουδ.… …   Dictionary of Greek

  • άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… …   Dictionary of Greek

  • αντιολισθητικός — ή, ό (για υλικά ή περιβλήματα) αυτός που διαθέτει την ιδιότητα να μειώνει την ολίσθηση, το γλίστρημα («αντιολισθητικές αλυσίδες» αλυσίδες που τοποθετούνται γύρω στους τροχούς των αυτοκινήτων όταν στο κατάστρωμα του δρόμου υπάρχει πάγος) …   Dictionary of Greek

  • γλίστρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 54 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μυροφύλλου. * * * η 1. ολισθηρός τόπος 2. ολίσθημα, γλίστρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλιστρώ, με υποχωρητικό σχηματισμό] …   Dictionary of Greek

  • γλιστριά — η [γλιστρώ] γλίστρημα …   Dictionary of Greek

  • γλιστροβόλημα — το το γλίστρημα …   Dictionary of Greek

  • διάπτωμα — διάπτωμα, το (Α) 1. ολίσθημα, γλίστρημα 2. σφάλμα, παράπτωμα, πταίσμα …   Dictionary of Greek

  • διολίσθηση — η 1. γλίστρημα 2. διαφυγή 3. φρ. «διολίσθηση δραχμής, μάρκου, κ.λπ.» βαθμιαία, κατ΄ αντίθεση προς την άμεση, υποτίμηση τής αξίας τής δραχμής κ.λπ. έναντι άλλων νομισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < διολισθαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδρέα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»